- αμπελουργώ
- ἀμπελουργῶ (-έω) (Α) [ἀμπελουργός]1. είμαι αμπελουργός, καλλιεργώ αμπέλια2. λυμαίνομαι, λεηλατώ, λαφυραγωγώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμπελουργώ — (μόνο ενεστ. και πρτ.), αμτβ., καλλιεργώ αμπέλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμπελουργῷ — ἀμπελουργός vine dresser masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμπελουργός — ο (Α ἀμπελουργός) καλλιεργητής αμπέλου, αμπελοκαλλιεργητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος. ΠΑΡ. αμπελουργία, αμπελουργικός, αμπελουργώ αρχ. ἀμπελουργεῖον, ἀμπελούργημα νεοελλ. αμπελουργικώς] … Dictionary of Greek